παρασημοφορημένος

παρασημοφορημένος
η , ο[ν] 1. орденоносный;
2. (ο ) орденоносец; кавалер ордена

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "παρασημοφορημένος" в других словарях:

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • παρασημοφορούμαι — παρασημοφορούμαι, παρασημοφορήθηκα, παρασημοφορημένος βλ. πίν. 74 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • παρασημοφορώ — παρασημοφόρησα, παρασημοφορήθηκα, παρασημοφορημένος, μτβ., δίνω, απονέμω παράσημο: Τον παρασημοφόρησαν για τον ηρωισμό του στη μάχη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»